ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΚΙΚΑΣ
Χλωριάδα, μια ραψωδία της χλωρίδας
Στο απόσπασμα αυτού του πρωτόλειου αλλά και προδρομικού «οικολογικού μυθιστορήματος» –το
οποίο εκδόθηκε στην Ελλάδα λίγα χρόνια μετά το σοβαρό πυρηνικό ατύχημα στο Τσερνόμπιλ της
Ουκρανίας (1986)– τα πλάσματα του δάσους βιώνουν τις συνέπειες του ψεκασμού με διάφορα φάρμακα από τον άνθρωπο και αγωνιούν για τις επιπτώσεις που έχει η πρακτική αυτή στην αλυσίδα της
ζωής και εντέλει πάνω στον ίδιο τον άνθρωπο.
«Κοιτάχτε. Μέσα σε μια μικρή ακτίνα βρήκα όλα τούτα τα έντομα νεκρά. Δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία να χάσουν τη ζωή τους σε μια εποχή που μόλις άνοιξε ο ζωικός τους κύκλος.
Γιατί, λοιπόν, πέθαναν; Μήπως, μέσα από τις τροφές τους πήραν δραστικά δηλητήρια;».
«Αλίμονο!».
«Και κάτι ακόμα. Με μια απλή ματιά μπορείς να δεις ότι σε λίγες μέρες τα πουλιά θα πεθάνουν από την πείνα, λόγω ανεπάρκειας εντόμων».
«Να, και μια άλλη μορφή κάμψης… μονολόγησε ο Ένας¹. Καταλαβαίνετε πού φτάσαμε;
Η κρίση μάς περικυκλώνει από όλες τις μεριές κι εμείς, έτσι που καταντήσαμε, πρέπει νά
’μαστε και… υπερήφανοι γι’ αυτούς που την αναπαράγουν»!!!
Ο Δύο συμφώνησε με τα λεγόμενα αυτά κουνώντας θετικά το κεφάλι του. Τα δέντρα, ενώ
πριν λίγο πλατζούριζαν στα κύματα της χαράς, τώρα άρχισαν να τα τραβούν… οι χοάνες
της δίνης…²
«Και τώρα, τι θα κάνουμε;», είπε στεναχωρημένα ο Ένας.
«Ή θα χρησιμοποιήσουμε τη βία της έξωσης3 ή θα ελπίσουμε στο ένστικτό τους…».
«Ποιο ένστικτο; Αφού ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξέρει πια, τι είναι κατάλληλο για τη διατροφή του και τι όχι, θα βοηθήσει το ένστικτο τα πουλιά;».
Εκεί που οι ευτυχισμένες εκπνοές των δέντρων φόρτωναν τον αέρα μ’ οξυγόνο, για χάρη
των ανθρώπων, ήρθε η στεναχώρια να πέσει βαριά πάνω στους ντελικάτους μηχανισμούς
της παραγωγής και να φράξει τις εξόδους…
Ο αρχηγός4 προσπάθησε να τα εμψυχώσει, αλλά όσο τα δέντρα έβλεπαν τα πουλιά να
τρώνε με ιλιγγιώδη ταχύτητα τα θύματα της χημείας, τόσο βυθιζόντουσαν στη μαύρη απελπισία. Ο αρχηγός τα ρώτησε αν συμφωνούσαν να τα διώξουν κουνώντας τα κλαδιά.
– Άδικος κόπος, αποκρίθηκε η Νέα.
5 Ένα απλό ταρακούνημα ούτε που θα το καταλάβουν. Έχουν ταξιδέψει ουκ ολίγες φορές μέσα σε θύελλες και καταιγίδες… Μακάρι να μην
τ’ αφήναμε σε χλωρό κλαδί.
– Πρέπει να φύγουν, είπε ο Πενηντάρης,
6 γιατί ποια έντομα θα γονιμοποιήσουν τα λουλούδια των Κερασιών, αν τα πουλιά φάνε τα εναπομείναντα;
Πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του, σμάρια από έντομα μπήκαν στο δάσος να
βρουν καταφύγιο, φανερά εκνευρισμένα, λέγοντας:
– Πώς θα ζήσουμε εμείς εδώ πάνω; Πού θα κάνουμε τις φωλιές μας; Ρήμαξαν τα σπιτικά
μας, μας ξεσπίτωσαν… Τώρα πώς θα προσαρμοστούμε σε μέρη που δεν κατοικήσαμε ποτέ;
Τα δέντρα καταλάβαν τι είχε συμβεί… Οι δολοφόνες ραντιστήρες εξανάγκασαν ένανλόκληρο πληθυσμό ν’ αναζητήσει άσυλο7 στο δικό τους βουνό.
Τα έντομα σκόρπισαν στο δάσος με την ελπίδα πως θα μπορούσαν να προσαρμοστούν.Πολλά ήρθαν κατά ζευγάρια. Άλλα ήταν στην περίοδο των ερώτων κι άλλα στην κύηση που
θά ’φερναν τη νέα γενιά των εντόμων.
Τα πουλιά, δυστυχώς χωρίς να το θέλουν, χώρισαν… πολλά ανδρόγυνα εντόμων κι έτσι
κόπηκε μέχρις ένα βαθμό η αναπαραγωγική αλυσίδα.
Οι τέσσερις άντρες δεν πήραν είδηση για την αθέλητη μετακίνηση των εντόμων του κάμπου στο δάσος. Ο Δύο σηκώθηκε και ξαναρώτησε την παρέα του.
«Λοιπόν, τι θα κάνουμε;».
«Τίποτε, αποκρίθηκε ο Ένας. Και να τα διώξουμε προς στιγμήν, όταν θα φύγουμε θα
έρθουν πάλι. Εκτός εάν θελήσετε να καθίσουμε εδώ όσο καιρό χρειάζεται για να κάνουμε
σωστή δουλειά».
«Ούτε συζήτηση», είπε ο Τρία.
«Για να μη γυρίσουμε με άδεια χέρια προτείνω ν’ ανοιχτούμε και να μαζέψουμε μερικά
χόρτα του βουνού. Έχω σακούλες μαζί μου».
– Μη, φώναξαν τ’ Άγρια Ραδίκια. Δεν είμαστε πια φαγώσιμα…
– Π έ θ α ν ε κι ο τσοπάνης, είπαν τα χορτάρια. Αν ζούσε αυτός, θα μας έτρωγαν τα πρόβατα και δε θα έμενε τίποτε για μαγείρεμα.
– Ωχ, είπε το Ραδίκι. Αυτός ο καλός άνθρωπος έρχεται προς εμένα. Αλίμονο. Και πώς να
του πω ότι είμαι το πιο επικίνδυνο χόρτο.
Όμως ο Ένας, για άγνωστο λόγο, άλλαξε κατεύθυνση και το Ραδίκι τρελάθηκε από χαρά.
Όμως η χαρά δεν διήρκησε πολύ, γιατί ο χοντρός πήρε κατεύθυνση προς αυτό. Το πανέξυπνο Ραδίκι τέντωσε τα φύλλα του για να το δει ο κυνηγός και να πάει να το κόψει. Έτσι
κι έγινε. Ο Τέσσερα με το μαχαίρι στο χέρι στάθηκε πάνω από αυτό κι ετοιμάστηκε να το
βγάλει. Το Ραδίκι τον κοίταξε και την τελευταία στιγμή τον λυπήθηκε και δεν ήθελε πια να
τον εκδικηθεί. Ο χοντρός έμπηξε τη λεπίδα στο χώμα, αλλά αυτή βρήκε μια πέτρα και της
ανέκοψε τη δύναμη.
– Ευτυχώς που είμαι φυτρωμένο ανάμεσα σε πέτρες, είπε το Ραδίκι.
Ο Τέσσερα δοκίμασε μια άλλη πλευρά αλλά το μαχαίρι βρίσκοντας μια άλλη πέτρα το
εξοστράκισε8 και η αιχμή έκοψε την κεφαλή του χόρτου και διαλύθηκε. Ο χοντρός θύμωσε
για την ατυχία και το έλιωσε με το τακούνι του.
Δυστυχώς, ο Ένας μαζί με τους κυνηγούς μέσα σε λίγη ώρα είχαν μαζέψει, ο καθένας
τους, μια σακούλα γεμάτη χόρτα. Τι συνέπειες θα είχε για την υγεία τους αυτή η ενέργεια;
Ίσως να μην το μάθουμε ποτέ.
Όταν τελειώσαν, βρήκαν όλοι ότι ήταν καιρός πια να πάρουν το δρόμο της επιστροφής.
Το αυτοκίνητο το είχαν αφήσει στη θάλασσα και κατευθύνθηκαν προς τα εκεί.
Τους ακολούθησε και ο χλωμός χημικός που διάλεξε να πεθάνει αρνούμενος να καταναλώσει τ’ αγροτικά και τα κτηνοτροφικά προϊόντα, θεωρώντας τα άκρως επικίνδυνα για την
υγεία του ανθρώπου.
Τα δέντρα, βλέποντάς τους ν’ απομακρύνονται, διερωτήθηκαν: Ποιος θα μπορούσε ποτέ
να μάθει αν η θανή αυτού του ανθρώπου θ’ αφύπνιζε όχι μόνο αυτούς που κοιμούνται ελαφρά, αλλά κι αυτούς που ροχαλίζουν βαριά;
Γιώργος Γκίκας, Χλωριάδα, μια ραψωδία της χλωρίδας, Παρασκήνιο, Αθήνα 1991
1Ένας, Δύο, Τρία και Τέσσερα: πρόκειται για κυνηγούς και εκδρομείς που βρέθηκαν στο δάσος (ο «χοντρός» που
αναφέρεται πιο κάτω είναι ο Τέσσερα)· ²χοάνες της δίνης: οι κύκλοι του στρόβιλου, μτφ. λέγεται για μια πολύ δύσκολη και κρίσιμη κατάσταση˙ 3έξωσης: εκδίωξης (ενν. των εντόμων από το δάσος)˙ 4αρχηγός: πεύκο που εκλέχτηκε αρχηγός της χλωρίδας από τα φυτά και τα δέντρα της περιοχής˙ 5
Νέα: μια κουκουναριά˙ 6
Πενηντάρης: ένα ακόμα δέντρο
7άσυλο: τόπος απαραβίαστος, συνήθ


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου