ΙΣΤΟΡΙΑ






1)O OΡΚΟΣ



Από το μυθιστόρημα του Νικολάου Αντωνόπουλου, που εκδόθηκε το 1886, με τίτλο «Μαρούσα η Στροπωνιάτισα» και αναφέρεται στον μεγάλο έρωτα του Γιάννου από τη Στενή και της Μαρούσας από τις Στρόπωνες, εξάγουμε από τις περιγραφές πολλά λαογραφικά στοιχεία, καθώς και ιστορικά, τα οποία πιθανόν από στόμα σε στόμα να έχουν κάπως αλλοιωθεί, αλλά πιστεύουμε ότι ο βασικός κορμός πρέπει να προσεγγίζει την αλήθεια, έτσι όπως τα άκουσε ο Αντωνόπουλος από τους κατοίκους, κατά τη διάρκεια της συλλογής στοιχείων, για να «στήσει» την ιστορία του.
Σ' αυτό το φύλλο δημοσιεύουμε απόσπασμα από τον όρκο που έδωσαν οι Στενιώτες κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 και τα διαμειφθέντα μεταξύ των παλικαριών, πριν ξεκινήσουν για τον μεγάλο ξεσηκωμό, έτσι όπως ακριβώς αναφέρονται στο βιβλίο του Νίκου Αντωνόπουλου και τα οποία συνέβησαν κοντά στον οικισμό Αγιος Νικόλαος, «χωρίου κειμένου ανατολικομεσημβρινώς της Στενής», όπως γράφει ο Αντωνόπουλος.
- Σταθήτε, βρε παιδιά, να ορκιστούμε πως θα χύσουμε και το αίμα μας για την πίστι και την 'λευτεριά της πατρίδας μας.
- Ναι, μπάρμπα Μήτρο, να ορκιστούμε.
Ο μπάρμπα Μήτρος τοις υπαγόρευσε τον εξής όρκον, ον επάνελαβεν πάντες αυτολεξεί.
«Ορκιζόμαστε να χύσουμε το αίμα μας για την πίστι και τη λευτεριά της πατρίδος μας και να πολεμάμε τους τούρκους που μας έκαναν τόσα κακά στον τόπο».
Μετά από αυτόν τον όρκο, πάντες αφ' ου ησπάσθησαν το Ευαγγέλιον την δεξιάν του ιερέως και την παιδίσκην, ησπάσθησαν αλλήλους.
- Τώρα, βρε παιδιά, 'σαν πάμ' όξω από την 'Κλησιά θα σας πω τι γίνεται για την πατρίδα.
Εξήλθον της Εκκλησίας και εξηπλώθησαν υπό γηραιάν και μεγαλοπρεπή πλάτανον επί της χλόης παρά την πηγήν του διαυγεστάτου ύδατος.
Αι πρώται ακτίνες του ηλίου εχρύσιζαν τα πέριξ φυλλώματα, άτινα η δρόσος της νυκτός είχεν υγράνει.
Ο Γέρο-Μήτρος, αφ' ου πρότερον έλαβεν ισχυρόν λήμμα ταμβάκου και επταρνίσθη αλλεπαλλήλως, δ' ησύχου πλην σταθεράς φωνής, είπεν, αυτοίς τα εξής:
«-Αδέρφια, τώρα θα σας πω κάμποσα για την πατρίδα μας. Πολλά χρόνια έχουν περάσει από τότενες που η δόλια ήταν 'λεύτερη και ήτανε η πρώτη σ' ούλα τα βασίλεια του κόσμου. Αυτό το λέγουν τα βιβλία, καθώς μου είπε ένας δάσκαλος στο χωριό μας. Ύστερα, μωρέ παιδιά, οι Φράγκοι μας ζηλέψανε^ ζήλεψαν τ' αγαθά μας και μαζωχτήκανε ούλοι, μαζή και ήρθανε και μας έκαναν σκλάβους^ πολεμήσανε οι κακόμοιροι οι παπούλιδές μας. Εσκοτωθήκανε πολλοί και 'σκοτώσανε πολλούς, αλλά τι να 'κάναν οι δόλιοι, που 'χανε μαζευτή σαν μυρμήγκια οι σκυλόφραγκοι. Ύστερα, μωρέ παιδιά, οι γουρνομύτιδες οι Τούρκοι, έδιωξαν τους σκυλόφραγκους και πήραν την Ρωμιοσύνη. Αυτό ήτανε το θέλημα του Θεού, που 'θελησε να μας παιδέψη γιατί δεν πιστεύαμε σ' αυτόν. Μα τώρα αποφάσισε να μας' λευτερώση, γιατί τόσα χρόνια πολλά τραβήξαμε οι άμοιροι γιατί λοιπόν τώρα έδωκε φώτησι σε πολλούς γραμματιζούμενους να κάνουνε επανάσταση και να ζητήσουν τη βοήθεια της Ρουσσίας πώχει την ίδια πίστι μετά μας μας υποσχέθηκε λοιπόν η Ρουσσία πως θα στείλη χρήματα και καράβια και στρατέματα για να μας βοηθήσουν».
 «-Αυτά βρε παιδιά, ήθελα να σας πω και να σας συμβουλέψω να πιάσουμε και 'μεις τ' άρματα, σαν τ' αδέρφια μας στο Γριπονήσι, στη Ρούμελη, στο Μωριά και στα νησιά, γιατί ξέρετε Ελλάδα δεν είν' μονάχα το Γριπονήσι, είναι κι άλλες χώρες που φτάνουν ως την Πόλι που' ταν πρώτα η χώρα της Ελλάδας. Τώρα βρε παιδιά να πάμε στο χωριό μας και να μαζώξουμε όσους μπορέσουμε περισσότερους για να πάμε ν' ανταμωθούμε με τ' αδέρφια μας, που πολεμάνε με τον καπετάν Αγγελή κάτου στα Βρυσάκια. Αλλά βρε παιδιά, όπως τα πρόβατα έχουν το κριάρι μπροστά αρχηγό και οι μέλισσαις το βασιλιά τους, έτσι και 'μεις πρέπει να κάνουμε καπετάνιο δικό μας, γιατί δίχως καπετάνιο τίποτα δεν κάνουμε».
- Ναι, μπάρμπα Μήτρο, ναι, μπάρμπα Μήτρο, να κάνουμε καπετάνιο. Αλλά ποιον να κάνουμε.
- Κάμετε όποιον θέλετε.
- Εσένα, μπάρμπα Μήτρο, είπον όλοι ομού...
- Όχι μένα, βρε παιδιά, γιατί είμαι γέρος και δεν ξέρω από τουφέκι καλά, γιατί δεν έχω πολεμήσει με τους Τούρκους ακόμα. Να κάνουμε καπετάνιο τον Γιώργο, πώχει τώρα εφτά χρόνια που δεν άφησα το τουφέκι από τα χέρια, παρά πολεμάει κάθε 'μέρα με τους Τούρκους και ξέρει καλά πως πολεμάνε κι ούλα τα κατατόπια, κι έχει και μάτι αητού.
- Ναι, ναι, τον Γιώργο, είπαν πάντες ομού και εγερθέντες ησπάσθησαν αυτόν.
Ο Γιώργος κατασυγκινημένος εστηρίχθη επί του καριοφυλλίου του, ύψωσεων την δεξιάν προς τον ουρανόν και μετά φωνής παλλούσης είπεν.
«-Ορκίζουμε, ρε παιδιά, ότι με την βοήθεια του Θεού και με την παλληκαριά σας όσο η ψυχή μου είναι μέσα στο σώμα μου, Τούρκος δε θα 'ντροπιάση τα άρματά μου, και θα φανώ άξιος καπετάνιος σας».
- Ναι, ναι και 'μεις ορκιζόμαστε, ότι θα πεθάνουμε για την πατρίδα μας, είπον μετ' ενθουσιασμού όλοι.
- Τώρα, βρε παιδιά, σύρτε στα χωριά σας και μάστε όσους μπορέστε πιο πολλούς και αύριο το πουρνό, πριν ο ήλιος να σας 'δη,να είσαστε απ' όξω απ' τα Ψαχνά. Συ Γιάννο έλα κοντά μου.
Πάντες ανεχώρησαν πλήρεις ενθουσιασμού και ελπίδων. Ο Γιάννος μείνας μετά του Γιώργου είπε προς αυτόν:
- Γιώργο, τον Μουράτη τον ξέχασες.
- Όχι, Γιάννο, ούτε τον Μουράτη εξέχασα ούτε τον Μπέη, τον ένα θα στον δώσω να τον ψήσεις και τ' αλλουνού θα πιω το αίμα. Η Μαρούσα η αγαπητηκιά σου και η Φρόσω η αδερφούλα μου, αν ζουν θ' αναγαλλιάση η καρδιά τους κι αν πέθαναν η ψυχή τους... Αλλά, αδελφέ μου Γιάννο, πρώτα την πατρίδα!!!
- Ναι, Γιώργο μου, έχεις δίκιο πρώτα την πατρίδα










2)

Το πανηγύρι της Ζωοδόχου Πηγής, στον Πύργο, στην Αναστασά.

Ένα από τα πλέον δημοφιλή πανηγύρια, που το περίμεναν όχι μόνο οι Στενιώτες, αλλά και όλοι οι κάτοικοι, όλων των χωριών της παραδύρφιας περιοχής είναι το πανηγύρι της Αναστασάς. Που γίνεται στην τοποθεσία Πύργος (Σκουντέρι) στο εξωκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής.
Η Ζωοδόχος Πηγή (Αναστασά) και πίσω διακρίνεται ο Πύργος.Σήμερα το εξωκλήσι αυτό είναι γκρεμισμένο και στη θέση του έχει κτιστεί άλλο, με τσιμεντόλιθους. Ο Πύργος που φαίνεται δεν υπάρχει γιατί γκρεμιζότανε λίγι λίγο και κανείς δεν σκέφτηκε να τον συντηρήσει. Η λαίλαπα του εκμοντερνισμού, του εκσυγχρονισμού και του κακόγουστου εξωραισμού, μαζί με την αδιαφορία έχουν αυτά τα αποτελέσματα.

Στο μέρος αυτό σύμφωνα με την παράδοση αλλά και ιστορικές έρευνες υπήρχε το Παλιοχώρι. Το ονόμαζαν έτσι οι Στενιώτες γιατί από εκεί είχαν έρθει οι πρώτοι κάτοικοι για να εγκατασταθούν στο σημερινό χωριό
Το πανηγύρι το ονόμαζαν (και το ονομάζουν ακόμα) Αναστασά γιατί το θεωρούσαν σαν συνέχεια της Ανάστασης και μάλιστα τόσο πού είχε καθιερωθεί η ονομασία αυτή στη συνείδηση των παλαιοτέρων ώστε πολλοί που τους έλεγαν Αναστάση ή Αναστασία νόμιζαν ότι γιορτάζουν αυτή τη μέρα.

Πώς να ξεχάσεις τη δεκαετία του 50-60 , όταν είσαι 7 έως10 ετών και συμμετέχεις σε τέτοιες εκδηλώσεις. Έρχονται στη μνήμη σου στιγμές που σε βασανίζουν. Σε κάνουν να χαμογελάς και συγχρόνως να μελαγχολείς.
Οι προετοιμασίες ήταν πυρετώδεις. Να λουστούμε, να διαλέξει η μάνα μας καθαρά ρούχα για να φορέσουμε, να ετοιμάσει φαγητά. Πολλοί είχαν και κόκκινα αυγά από το Πάσχα και κάποιοι και ψητό ακόμη.
Το πρωί στόλιζαν τα ζώα και τους έβαζαν στο σαμάρι κουβέρτες ή σεντόνια και αφού τα φόρτωναν με τα φαγητά και ότι άλλο ήταν απαραίτητο τα καβαλούσαν και ξεκίναγαν για τον Πύργο.


Το πλήθος των προσκυνητών, ήταν αδύνατο να χωρέσει στο χώρο του μικρού ναΐσκου και γι' αυτό έβλεπε κανείς αμέτρητους πανηγυριστάδες, σκορπισμένους ανάμεσα στα ρεπιθέμελα του παλιού Πύργου και των τριών εκκλησιών, που είναι τυλιγμένες με παλιό τοιχογύρι κι έλεγες πως είχαν σηκωθεί σύγκορμοι απ' τους τάφους τους, οι κάτοικοι του «Παλιοχωριού» κι εσυγχίζονταν κι επαρδάλωναν οι φορεσιές τους, πάνω στον καταπράσινο ανοιξιάτικο τάπητα του περίβολου, που άπλωνε σαν αντρομύδα, που με τις ελιές τα σχίνα, τα πουρνάρια και κάθε είδους θάμνο δημιουργούσαν ένα θεσπέσιο κουφωτό κέντημα του αργαλειού, ενώ οι ψαλμοί απ' τη ζωοδόχο, έφταναν στ' αυτιά μας σαν ένα μελωδικό, θείο θρόισμα.



Οι παρέες είχαν συμφωνηθεί από τις προηγούμενες μέρες και ήταν μια ευκαιρία να συναντηθούν συγγενείς που ζούσαν σα άλλα χωριά, στα οποία είχαν βρεθεί λόγω παντρειάς κ.λ.π.
Μετά την εκκλησία άπλωναν σεντόνια στο γρασίδι καθόντουσαν έστρωναν τα φαγητά και άρχιζε το φαγοπότι το τραγούδι και ο χορός.
Κάποιος επίτροπος γυρνούσε και έβαζε σε λοταρία το «μανάρι της εκκλησίας» που πάντα κάποιος κτηνοτρόφος είχε προσφέρει για ενίσχυση.
Επίσης το πανηγύρι αυτό ήταν και ένας τόπος να «ειδωθούν» δυο νέοι από διαφορετικά χωριά για τους οποίους κάποιοι συγγενείς ή φίλοι είχαν ενδιαφερθεί να τους παντρέψουνε.
Κάτι το μαγευτικό ήταν η επιστροφή στο χωριό των «πανηγυριωτών».
Στόλιζαν πάλι τα ζώα με τις πολύχρωμες κεντητές κουβέρτες και σεντόνια. Για το δρόμο της επιστροφής.
Τα ζωντανά ξεκούραστα και χορτάτα από το πλούσιο χορτάρι ξεκινούσαν καμαρωτά αλλά και πειθήνια στις εντολές και την καθοδήγηση των αφεντικών τους.

Στο δρόμο της επιστροφής οι νεαροί κυρίως και υπό την επήρεια του κρασιού αλλά και από τη διάθεση να επιδειχθούν κυρίως στα μάτια των κοριτσιών έκαναν διάφορα επικίνδυνα παιχνίδια με τα ζώα τους.
Η μεγάλη όμως μάχη δινόταν όταν έμπαιναν στο χωριό. Μόλις έφταναν περίπου στη θέση βαθύρεμα σπιρούνιζαν τα ζώα τους και έμπαιναν στο χωριό καλπάζοντας
Εκεί οι κάτοικοι, όσοι δεν είχαν πάει στο πανηγύρι τους περίμεναν στη θέση Βρυσίτσα και μερικοί λίγο παραπάνω, στα «γύφτικα»και τους χειροκροτούσαν.

Χρόνια αξέχαστα
Όνειρα άσβεστα
Μνήμη ανήκεστος

Γιάννης Γιαννούκος
3)Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
 
 Γύρω στα 1790 όπως αναφέρει η παράδοση οι κάτοικοι της περιοχής Σκουντέρι όπως είναι σήμερα γνωστή, αποφάσισαν να μετακομίσουν 7 χιλιόμετρα πιο βόρεια στη σημερινή θέση του Χωριού. Οι λόγοι όπως μας πληροφορεί και πάλι η παράδοση ήταν δυο. Μια λοιμώδης ασθένεια άγνωστο σε εμάς πόσο μεγάλη ήταν η καταστροφή και οι απώλειες που προκάλεσε. Υποθέτουμε για να μετοικίσουν τα πράγματα πρέπει να ήταν πολύ σοβαρά. Πολύ παλιά αντίληψη ότι το δάσος φιλτράρει όλα τα μικρόβια και όλες τις ασθένειες. Δεύτερος λόγος ήταν οι πιέσεις των Τούρκων. Κοντά στο λόφο που βρίσκεται ο Πύργος είναι γνωστοί τρεις οικισμοί. Το Παλιοχώρι, ο Άγιος Δημήτριος και ο Άγιος Νικόλαος. Ο Τούρκος αγάς έμενε στον Πύργο στην κορυφή του λόφου.H ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου