Αν
έχετε την καλή διάθεση, διαβάστε τα πιο κάτω από το βιβλίο του Γιάννη Μακριδάκη «Του Θεού το μάτι». Είναι σε ανάλαφρο ύφος γραμμένα.
«Μέσα κει βάζω τα σποράκια μου. Ντομάτα, μελιτζάνα, πιπεριά, ντοματάκι
άνυδρο, αγγούρι, ξυλάγγουρο, καρπούζι, πεπόνι, κολοκύθι. Αυτά είναι όλα
κι όλα. Κάθε χρόνο βαστώ καινούριο σπόρο. Για να βγάλω τα φυντάνια απ'
την αρχή. Διότι είναι από γενιά καλή και δεν θέλω να χαθούνε. Τους είχα
κρατημένους από τον συχωρεμένο τον πάππου μου κι εκείνος από τον δικό
του. Άνω από εκατό χρόνια δηλαδή μπαίνουνε σε τούτα τα χώματα. Βάλε τώρα
συ με τον νου σου, να δεις. Γι' αυτό τους φυλάω σαν τα μάτια μου. Και
μόνο αυτούς βάζω, τίποτ' άλλο.
»Που λες, με αυτά τα αγοραστά φυτά,
όλες αυτές τις καινούριες ποικιλίες, που 'χουνε βγει τα τελευταία
χρόνια, δεν ανακατεύομαι καθόλου. Δεν μ' αρέσουνε αυτά τα πράματα. Αυτά
είναι που καταστρέψανε τη γεωργία, Διομήδη, αυτά τα υβρίδια. Και μάθανε
όλοι εδώ πια να δουλεύουνε μόνο με τέτοια. Στο άψε σβήσε τα μάθανε, οι
κερατάδες. Μόνο άμα είναι για ζημιά μαθαίνουνε στα γρήγορα. Άμα είναι
για να μάθουνε κάτι χρήσιμο, σου λένε δεν μπορώ, το κεφάλι μου δεν χωρεί
πια τίποτα μέσα. Στη ζημιά όμως, πρώτοι και καλύτεροι. Πιάσανε τα
υβρίδια και παρατήσανε όλους τους σπόρους τους δικούς μας. Τους
πετάξανε. Τους χάσανε. Πάνε αυτοί. Να 'ταν κι άλλοι! Ενα χωριό ολάκερο,
και μόνο εγώ τους έχω κρατημένους και τους συνεχίζω. Κι όλοι μ' έχουνε
για παράξενο άνθρωπο, Διομήδη, για οπισθοδρομικό. Εκτός από τούτους τους
αρμπάνηδες τους γειτόνους μου, που 'ρχονται κάθε χρόνο τέτοια μέρα και
τους δίνω φυντανάκια, όλοι οι άλλοι στο χωριό με κοροϊδεύουνε στο
καφενείο.
Βάλε, βρε, κάνα αγοραστό φυτό να κάμεις παραγωγή, έτσι μου
λένε. Που κάθεσαι και παιδεύεσαι όλο τον χειμώνα να βγάλεις φυντάνια,
για να σου δώκουνε από πέντε μελιτζάνες και πέντε ντομάτες. Βάλε τα
καινούρια να δεις καρπό. Κάθε τέτοια εποχή που φυτεύουνε τους μπαξέδες,
τα ίδια και τα ίδια μου λένε. Ηθελα να 'ξέρα, δεν βαρεθήκανε; Εγώ κάνω
πια πως δεν τους ακούω, Διομήδη. Κουβέντα δεν τους λέω πια. Αυτοί έχουνε
αποχαλαστεί, έχουνε γίνει πια όλοι τους της γιαλαντζί γεωργίας. Ακου,
δεν τους αρέσουνε πια οι σπόροι που θρέψανε γενιές και γενιές διότι δεν
κάνουνε, λέει, μεγάλη παραγωγή. Κούνια που σας κούναγε, ακαμάτηδες. Και
γιατί βάζεις, ρε, πέντε μελιτζανιές και περιμένεις να φας; Γιατί να μη
βάλεις δεκαπέντε, είκοσι, να 'χεις όση παραγωγή θες; Τόσα χωράφια έχεις,
τόσος κάμπος, πέλαγος ολάκερο. Σάματις φαΐ σού ζητούνε τα φυτά; Μόνο
κοπριά και νεράκι. Μα ακαματέψανε οι άνθρωποι, Διομήδη, τη βολή τους
γυρεύουνε μόνο και τίποτ' άλλο. Χάσανε και τους σπόρους, χάσανε και την
όρεξη που είχε ο κηπουρός να βγάλει τα φυτά του, να διαιωνίσει τα είδη
του. Μάθανε να τα βρίσκουνε έτοιμα, κατάλαβες; Να τα παίρνουνε από δω κι
από κει και να τα μπήγουνε στη γης. Για να τρώνε ύστερα κολοκύθι και να
μην ξέρουνε από πού βαστά η φύτρα του.
»Όλοι μπουχτισμένοι
είναι από την ύβρη. Από την ύβρη, ναι. Που πήγε ο άνθρωπος να παραστήσει
τον Θεό και να φτιάξει υβρίδια. Αφού σου 'δώσε ο Παντοδύναμος τόσα
είδη, βρε αναθεματισμένε, όλης της γης τα αγαθά και τα ελέη σου 'δώσε,
τι θες να κάμεις και δικά σου; Αχάριστε, ε, αχάριστε. Κανόνισε να
διαιωνίσεις αυτά που σου 'δώσε, που δεν είσαι άξιος για τίποτα, κι άσε
τις μπαγαποντιές. Μπορείς να κοροϊδέψεις, ρε, τη φύση και να βγεις
κερδισμένος; Είναι ποτέ δυνατόν; Να βελτιώσει, λέει, τις ποικιλίες του
Θεού. Κούνια που σε κούναγε.»
«Μέσα κει βάζω τα σποράκια μου. Ντομάτα, μελιτζάνα, πιπεριά, ντοματάκι άνυδρο, αγγούρι, ξυλάγγουρο, καρπούζι, πεπόνι, κολοκύθι. Αυτά είναι όλα κι όλα. Κάθε χρόνο βαστώ καινούριο σπόρο. Για να βγάλω τα φυντάνια απ' την αρχή. Διότι είναι από γενιά καλή και δεν θέλω να χαθούνε. Τους είχα κρατημένους από τον συχωρεμένο τον πάππου μου κι εκείνος από τον δικό του. Άνω από εκατό χρόνια δηλαδή μπαίνουνε σε τούτα τα χώματα. Βάλε τώρα συ με τον νου σου, να δεις. Γι' αυτό τους φυλάω σαν τα μάτια μου. Και μόνο αυτούς βάζω, τίποτ' άλλο.
»Που λες, με αυτά τα αγοραστά φυτά, όλες αυτές τις καινούριες ποικιλίες, που 'χουνε βγει τα τελευταία χρόνια, δεν ανακατεύομαι καθόλου. Δεν μ' αρέσουνε αυτά τα πράματα. Αυτά είναι που καταστρέψανε τη γεωργία, Διομήδη, αυτά τα υβρίδια. Και μάθανε όλοι εδώ πια να δουλεύουνε μόνο με τέτοια. Στο άψε σβήσε τα μάθανε, οι κερατάδες. Μόνο άμα είναι για ζημιά μαθαίνουνε στα γρήγορα. Άμα είναι για να μάθουνε κάτι χρήσιμο, σου λένε δεν μπορώ, το κεφάλι μου δεν χωρεί πια τίποτα μέσα. Στη ζημιά όμως, πρώτοι και καλύτεροι. Πιάσανε τα υβρίδια και παρατήσανε όλους τους σπόρους τους δικούς μας. Τους πετάξανε. Τους χάσανε. Πάνε αυτοί. Να 'ταν κι άλλοι! Ενα χωριό ολάκερο, και μόνο εγώ τους έχω κρατημένους και τους συνεχίζω. Κι όλοι μ' έχουνε για παράξενο άνθρωπο, Διομήδη, για οπισθοδρομικό. Εκτός από τούτους τους αρμπάνηδες τους γειτόνους μου, που 'ρχονται κάθε χρόνο τέτοια μέρα και τους δίνω φυντανάκια, όλοι οι άλλοι στο χωριό με κοροϊδεύουνε στο καφενείο.
Βάλε, βρε, κάνα αγοραστό φυτό να κάμεις παραγωγή, έτσι μου λένε. Που κάθεσαι και παιδεύεσαι όλο τον χειμώνα να βγάλεις φυντάνια, για να σου δώκουνε από πέντε μελιτζάνες και πέντε ντομάτες. Βάλε τα καινούρια να δεις καρπό. Κάθε τέτοια εποχή που φυτεύουνε τους μπαξέδες, τα ίδια και τα ίδια μου λένε. Ηθελα να 'ξέρα, δεν βαρεθήκανε; Εγώ κάνω πια πως δεν τους ακούω, Διομήδη. Κουβέντα δεν τους λέω πια. Αυτοί έχουνε αποχαλαστεί, έχουνε γίνει πια όλοι τους της γιαλαντζί γεωργίας. Ακου, δεν τους αρέσουνε πια οι σπόροι που θρέψανε γενιές και γενιές διότι δεν κάνουνε, λέει, μεγάλη παραγωγή. Κούνια που σας κούναγε, ακαμάτηδες. Και γιατί βάζεις, ρε, πέντε μελιτζανιές και περιμένεις να φας; Γιατί να μη βάλεις δεκαπέντε, είκοσι, να 'χεις όση παραγωγή θες; Τόσα χωράφια έχεις, τόσος κάμπος, πέλαγος ολάκερο. Σάματις φαΐ σού ζητούνε τα φυτά; Μόνο κοπριά και νεράκι. Μα ακαματέψανε οι άνθρωποι, Διομήδη, τη βολή τους γυρεύουνε μόνο και τίποτ' άλλο. Χάσανε και τους σπόρους, χάσανε και την όρεξη που είχε ο κηπουρός να βγάλει τα φυτά του, να διαιωνίσει τα είδη του. Μάθανε να τα βρίσκουνε έτοιμα, κατάλαβες; Να τα παίρνουνε από δω κι από κει και να τα μπήγουνε στη γης. Για να τρώνε ύστερα κολοκύθι και να μην ξέρουνε από πού βαστά η φύτρα του.
»Όλοι μπουχτισμένοι είναι από την ύβρη. Από την ύβρη, ναι. Που πήγε ο άνθρωπος να παραστήσει τον Θεό και να φτιάξει υβρίδια. Αφού σου 'δώσε ο Παντοδύναμος τόσα είδη, βρε αναθεματισμένε, όλης της γης τα αγαθά και τα ελέη σου 'δώσε, τι θες να κάμεις και δικά σου; Αχάριστε, ε, αχάριστε. Κανόνισε να διαιωνίσεις αυτά που σου 'δώσε, που δεν είσαι άξιος για τίποτα, κι άσε τις μπαγαποντιές. Μπορείς να κοροϊδέψεις, ρε, τη φύση και να βγεις κερδισμένος; Είναι ποτέ δυνατόν; Να βελτιώσει, λέει, τις ποικιλίες του Θεού. Κούνια που σε κούναγε.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου